Πολλά χρόνια αποτελούσε όνειρο. Όχι μόνο για τις φωτογραφίες που είχα δει ή από ταξιδιωτικούς οδηγούς. Μα κι από όλα που είχα διαβάσει. Το φανταζόμουνα σαν μια μεγάλη βουτιά στην ιστορία, στον πολιτισμό αυτής της χώρας και ειδικά σ’αυτό το ποταμίσιο μονοπάτι που τόσο είχε εξιτάρει την φαντασία μου.
Πολλές φορές κανόνιζα να πάω Κάιρο, Αλεξάνδρεια και θάταν σχετικά εύκολο μιας και είναι κοντά στη χώρα μας και σε οικονομικές τιμές. Αλλά ήθελα όταν θα πηγαινα να μπορώ να περάσω και αυτό το μυθικό ποτάμι μήκους 6500 χλμ., το μεγαλύτερο στο κόσμο.

Να περάσω τα γαλήνια νερά του ΘΕΟΥ ΝΕΙΛΟΥ, να μεθύσω από εικόνες, μυρωδιές, χρώματα περίεργα και μοναδικά και να αφεθώ να κυλήσω σ’αυτή τη διαδρομή με όλες μου τις Αισθήσεις. Δυστυχώς τα προγραμματισμένα ταξίδια με τα γνωστά μέσα δεν σου δίνουν αυτή την αίσθηση ονείρου μα δεν υπάρχει άλλος ευκολότερος τρόπος. Θάταν τόσο ονειρικά με μια γραφική φελούκα η έστω με μια dahabiya, αυτό το αιγυπτιακό ιστιοπλοϊκό, μα που τέτοια τύχη. Αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να δεχθώ αυτό το πέρασμα, στο γνωστό κλεισμένο παλατάκι με τα γνωστά τεράστια μπουφέ, πρωινά, δεκατιανά, μεσημεριανά, απογευματινά, βραδινά, νυχτερινά, κοκτέιλς καπετάνιου, κλπ κλπ. Και αφημένη κάποιες ώρες να κάνω ηλιοθεραπεία στην πισίνα, στο deck, ακούγοντας μουσική και πίνοντας (πάντα με επιφύλαξη) χυμούς. ‘Η πάλι σε κείνα τα κλασσικά events, προκατ βραδιές με χορούς της κοιλιάς, με τύπους στυλ χορός δερβίσηδων, βραδιά Ιαπανική- ελληνική κλπ. ανάλογα πόσοι ήταν πιο πολλοί και από ποιες χώρες. Φυσικά το απαραίτητο κερασάκι της βραδιάς : Ντυμένοι με κελεμπίες, γυναικείες αντρικές με αντιστοιχη μουσική. Γνωστό το ολο κονσεπτ και οπωσδήποτε με εξωτικές πινελιές.
Αλλά ας ξεκινήσουμε να μην καθυστερούμε. Ο χρόνος μετρημένος κι αυτός με το ρολόι, πολύ πρωινή πτήση από Κάιρο για Λούξορ. Και εκεί το ποταμόπλοιο deluxe 5άστερο σαν εξαιρετικό ξενοδοχείο να μας περιμένει με royal /junior σουίτα, μπαλκονάκι να πίνεις καφέ ή τσάι κοιτώντας τις οχθες. Όλα τάχε: κλιματισμό, υδρομασάζ, δορυφορική, τηλέφωνο, πανάκριβο με την ώρα ιντερνέτ, μαγαζιά, ιατρείο και γενικά τα πάντα. Το προσωπικό μου έκανε εντύπωση. Εκτός απο την ευγένεια (την κλασσική) σας βεβαιώ ότι 2ντόπιοι, καθόταν σχεδόν σαν φρουροί στην πόρτα του δωματίου, περιμένοντας ένα νεύμα μας για να μας δώσουν ότι ζητούσαμε, αλλάζοντας 2-3 φορές τη μέρα κλινοσκεπάσματα, αυτά τα υπέροχα βαμβακερά δροσερά της Αιγύπτου και πετσέτες κλπ. Δεν ρώτησα δεν ξέρω, αλλά υποθέτω ότι αυτό που για μας είναι ένας καφές (4- 5 ευρώ), ισως να είναι γιαυτούς ένα βδομαδιάτικο. Καμιά φορά γίνονταν και ενοχλητικό γιατί τους ένοιωθες συνεχώς απ’ έξω, παρακολουθώντας κάθε μας κίνηση, συζήτηση (φυσικά δεν καταλαβαιναν γρι ελληνικά).αλλά και λίγο ασφυκτικό. Πρώτος σταθμός μας η επίσκεψη στους Ναούς του Λουξορ. Φαραωνικά δημιουργήματα από τον Ραμσή και αφιερωμένους στο Θεό ‘Αμμωνα. Μετα φτάνουμε στο Καρνάκ, Ναό ‘Αμμωνα, Μουτ και Χόνσου. Όλα ήταν απίστευτα και μαγικά και σε πήγαιναν πίσω στην ιστορία.
Μετά περάσαμε στην άλλη όχθη, στις Αρχαίες Θήβες, αυτή τη νεκρούπολη. Εκεί στην λεγόμενη Κοιλάδα των Βασιλέων είναι οι Τάφοι του Τουτανχαμών, Σετι ,Ραμσή, και της Νεφερτίτης. Τριγύρω μας σ’αυτό το συγκλονιστικό σκηνικό ένα άλλο θέαμα : πάγκοι με διάφορα κομψοτεχνήματα, ρούχα κλπ. Και οι τουριστες χιλιάδες έρχονται από τα πέρατα του κόσμου. Κι όμως σε συνέπαιρνε, σε ταξίδευε το θέαμα αυτό! Και παρόλη την αφόρητη ζέστη (κι ας ήταν Τέλος Φλεβάρη) άντεχες και ήθελες να τα δεις όλα. Μου άρεσε ιδιαίτερα ο ναός της Χατσεπσούτ, (νομίζω της μόνης γυναίκα Φαραώ) και οι Κολοσσοί του Μεμνωνα που στεκόνταν επιβλητικοί, τεράστιοι μέσα στο γυμνό τοπίο, και λες και σου μιλούσαν και’σε πήγαιναν εκει πίσω. Να δεις πως ήτανε, πως ζούσανε τη δική τους ζωή!! Στεκότανε ασάλευτοι, αδιάφοροι μέσα σ’αυτό το μελίσσι από τουρίστες που βούιζε πέριξ τους, με τις φωτογραφικές κάμερες κλπ. Και προσπαθούν να αποδώσουν την Παγωμένη αγαλματένια τους έκφραση. Ίσως τους ενοχλούσαμε κιόλας, δεν ξέρω. Ίσως και να τους άρεσε που ασχολιόμαστε μαζί τους. Και ισως να τους άρεσε πιο πολύ ότι θα τους φέρναμε στη πατρίδα μας αποτυπωμένους σε φιλμς, σε κασέτα, δισκέτα κλπ.
Μα εμένα μου φαινόταν σαν να ηταν βυθισμένοι σε έναν ύπνο χωρίς τέλος. Χορτασμένοι από όσα είδαν και άκουσαν, ή από όσα έζησαν ολα αυτα τα χρόνια μετά τη δημιουργία τους.
Τα πρωινά όταν δεν είχαμε ξενάγηση, σηκωνόμουν πάρα πολύ πρωί . Πριν ξημερώσει καθόμουν στο μικρό μπαλκονάκι και περίμενα αυτήν την μαγική ανατολή. Την ώρα που ο ήλιος που λατρευόταν σαν Θεός έβγαινε και φώτιζε τις όχθες από τη μεριά του δωματίου μου. Την ώρα εκείνη λες και όλα έπαιρναν μια υπερκόσμια όψη. Το σκηνικό ήταν σαν στημένο, σαν κλεμμένο από αρχαίους παπύρους. Πουλιά, ερωδιοί, αλκυόνες, και άλλα, πετούσαν και άκουγες καθαρά το χτύπημα απ’ τις φτερούγες τους. Ο ήλιος έκανε παράξενα παιχνιδίσματα στο νερό και γω αποσβολωμένη προσπαθούσα στην όχθη (που περνουσαμε τόσο κοντά) να δω να ξεπροβάλλει κανένας κροκόδειλος, τεράστιος όπως είχα διαβάσει.
Παράξενα φυτά άρχιζαν στο φως να ξεχωρίζουν, πάπυροι, μπαμπού νομίζω, δέντρα, φοινικιές, που και που καμιά ντόπια φιγούρα με κελεμπία και σαρίκι, κάποιου που έκοβε χόρτα η ψάρευε στην όχθη.
Μια υπερκόσμια μουσική μου φαινόταν ότι ακουγόταν μα δεν ήμουν και σίγουρη από που ερχόταν. Λίγο-λίγο και όσο ο ήλιος ανέβαινε, έβλεπα απολαμβάνοντας τον καφέ μου, μικρά παιδιά και κάποιους άνδρες να κολυμπούν στην όχθη με τις κελεμπίες τους. Πιο κει μια γυναίκα έπλενε ρούχα, αναρωτιόμουν τι πλύσιμο ήταν αυτό, μα σιγά-σιγά αντιλήφτηκα και γω πόσο πολύτιμο τους ήταν αυτό το ποτάμι. Για όλες τις δουλειές τους και για την παροχή νερού ίσως. Η πλούσια ύλη του αυτό το μαύρο βουρκάρι, το τόσο πολύτιμο λειτουργούσε θαυμάσια σαν λίπασμα στις φυτείες τους και τους έδινε τα φρούτα, και τα ζαρζαβατικά που χρειαζόταν και τόσο όμορφα σε όλες τις ποικιλίες διακοσμούσαν το τραπέζι μας. Ντοματούλες ολόγλυκες, τραγανές σαλάτες, ακόμη κι αυτήν την εποχή του χρόνου, τόση ποικιλία σε φρούτα. Όλοι δίσταζαν να φάνε σαλάτες, τουλάχιστον μόνο βρασμένα λαχανικά από το φόβο κάποιας ενόχλησης η δηλητηρίασης. Δίστασα και γω στην αρχή, μετά έφαγα λίγο και σιγά-σιγά κάνοντας τον σταυρό μου άρχισα να τρώω σαλάτες που τόσο αγαπώ. ’Ενα νεαρό παιδί που έφαγε την δεύτερη μέρα τους απαγορευμένους καρπούς άρχισε νάχει προβλήματα. Υπήρχε γιατρός στο πλοίο και τον βοήθησε με φάρμακα. Όμως φαινόταν συνεχώς χλωμός και καταπονημένος . Το ταξίδι σχεδόν του βγήκε ξινό. Όμως μόνο αυτός είχε πρόβλημα.
Σχετικά με το νερό μας είχαν πει: μόνο εμφιαλωμένο και όχι από τη στεριά. Εκεί μόλις κατεβαίναμε μας πλησίαζαν οι ντόπιοι με άγνωστης μάρκας μπουκάλια νερό και σε εξευτελιστική τιμή. Εφοδιασμένοι με πολύτιμο εμφιαλωμένο νερό, αγορασμένο από το πλοίο και από το Κάιρο και που κουβαλούσαμε σε μια βαλίτσα μαζί μας, την βγάλαμε χωρίς προβλήματα.
Φρούτα, αυτά που καθαρίζονταν, μπορούσες να φας άφοβα, δηλ.μπανάνες, μάνγκος, πορτοκάλια κλπ. και φυσικά αμέτρητα γλυκά με φρέσκο κατσικίσιο βούτυρο, και απίστευτες τούρτες κάθε λογής. Όμως το κρασί τους ήταν τραγικό. Νομίζαμε ότι ήταν σαν χαλασμένο και το γυρίζαμε πίσω. Τα ωραιότερα ποτά ήταν οι φρέσκοι χυμοί και ένα κοκτέιλ ΤΟΜ COLLINS από κάτι αιγυπτιακά λεμονάκια (ένα και ένα για το στομαχι). Πάντα είχαμε την αμφιβολία εάν τα παγάκια (του τρόμου) ήταν από καθαρό νερό ή όχι. Μας αρκούσε να πίναμε κάτι κρύο, καφέ ή τσάι δεν είχε σημασία.
[συνεχίζεται]επόμενοι σταθμοί μας..Κλειδί του Νείλου[φράγμα Εσνα,Έντφου,Νουβία,Ασσουάν
[Β Μέρος]

Άρχιζαν σιγά-σιγά να μαζεύονται κοντά και άλλα ποταμόπλοια. Σχεδόν όμοια με το δικό μας. Δεξιά έβλεπα τους ντόπιους στη ξηρά να σκάβουν αρδευτικά κανάλια, για να εκμεταλλευτούν αυτό το πολύτιμο νερό και αυτή τη λάσπη. Ο Ηρόδοτος λέει [σε ελεύθερη μετάφραση γιατί η μεταφορά με τόνους είναι δύσκολη]: Είναι φανερό για όποιον καταλαβαίνει ότι η Αίγυπτος στην οποία οι Έλληνες ταξιδεύουν με τα πλοία τους είναι επίκτητη Γη για τους Αιγυπτίους και δώρο του Ποταμού. Ναι Δώρο του ποταμού το πολύτιμο νερό στους Αιγύπτιους.
Υπήρχε κάτι που έβλεπα με ενδιαφέρον. Σε κάποιες εξόδους μας σε αποβάθρες, προσεγγιζόταν το ένα ποταμόπλοιο δίπλα στο άλλο, και γινόταν ένα είδος γέφυρας αλλά άγνωστης για μένα και θαρρώ και για τους υπόλοιπους. Δηλ. εγώ έβγαινα από το δικό μας πλοίο που ακουμπούσε δίπλα στο άλλο. Ετσι με ένα βήμα από κάποια πόρτα εξόδου που ήταν στο lobby ή στη ρεσεψιόν, έβγαινα - έμπαινα στο άλλο δίπλα. Ηταν κάτι σαν ένα δωμάτιο απλά με πόρτα που με έβγαζε στο άλλο. Διέσχιζα το Lobby του άλλου πλοίου, το οποίο ήταν εξ ίσου πολυτελές και πολυστολισμένο και έβγαινα σε άλλο πάλι και μετά στην κυρίως έξοδο. Είχε πλάκα, έμοιαζε σαν να ήμουν κάπως σε διαφορετικά ενωμένα ξενοδοχεία. Εγώ βέβαια στην διαδρομή χάζευα και τα άλλα πλοία -αν είχα καιρό.
Και φτάναμε στην έξοδο. 'Όταν λέμε έξοδο μην φανταστείτε κάτι επίσημο. Πολλές φορές στηνότανε μια πρόχειρη σκάλα από 2-3 καδρόνια, που τρέμανε όταν πατούσαμε ισορροπώντας πάνω τους. Εκεί μας βοηθούσαν να κατέβουμε, κυρίως τις γυναίκες που φορούσαν τακούνια για μην μπλέξουν σε κανένα ραγισμένο ξύλο.
Πολλές φορές είπα μπράβο στον εαυτό μου για την σκέψη μου να πάρω μαλακά αθλητικά, και ένα δυο ίσια πέδιλα εύκολα για μετακίνηση, ποδαρόδρομους κλπ. Όταν έβλεπα τα τακουνάτα παπούτσια άλλων γυναικών, που δεν τις βοηθούσαν καθόλου στις εξόδους ήμουν σίγουρη ότι είχαν αγανακτήσει. Προφανώς θεωρούσαν οτι επειδή το πλοίο ήταν πολυτελές, θα είχαν ευκαιρία για βραδινά events κλπ. Αλλα αντ'αυτού έπρεπε να περπατούν μέσα σε κείνα τα χωμάτινα και με πέτρες σημεία και να υποφέρουν το κατέβασμα από το πλοίο.
Άριστη ιδέα αποδείχτηκε και το ότι είχα μαζί μου αντηλιακή κρέμα και καπέλο, για να αντιμετωπίσω τον καυτό ήλιο. Επίσης είναι αυτονόητο ότι είχα πάρει μαγιώ για ηλιοθεραπεία στο πάνω deck, παρεώ και αρκετά καλοκαιρινά ρούχα (ιδιαίτερα μετά την εμπειρία της Πράγας είχα βάλει μυαλό).
Αυτό που δεν είχα φανταστεί ήταν η προχειρότητα στο σχεδιασμό των εξόδων. Ετσι μετά από απογευματινή ξενάγηση που συνδιαζόταν με ελεύθερο χρόνο μας επέτρψαν να μείνουμε έξω από το πλοίο, τη νύχτα και οσο θέλαμε.Το πλοίο θα διανυκτέρευε σε κάποια προβλήτα και θα φεύγαμε το πρωί. Παρασυρμένοι από τη καλή παρέα, το κέφι κλπ. μείναμε έξω ως πολύ αργά. Νομίζαμε ότι είμαστε Ελλάδα και μπορούσαμε να φύγουμε ότι ώρα θέλουμε και με το αυτοκίνητο να πηγαίναμε όπου θέλουμε. Το πολύ-πολύ είπαμε να πάρουμε ένα ταξί, ή κάτι άλλο να πάμε πίσω. Αλλά δυστυχώς λογαριάσαμε χωρίς τον ξενοδόχο, συγγνώμη χωρίς τον Καπετάνιο και τα πολλά ποταμόπλοια που μαζεύτηκαν. Προφανώς οι αρχές τα βρήκανε πολλά και τους είπανε να απομακρυνθούν, για τη νύχτα. Όταν πήγαμε στο γνωστό σημείο δεν βρήκαμε πουθενά το πλοίο μας. Ανησυχώντας και αφού πήγαμε πάνω-κάτω μήπως και το βρούμε μας είπαν -και μετά από πολλές ερωτήσεις- ότι είναι κανένα δυο χιλιόμετρα πιο μακριά. Το βρήκαμε εν τέλει, μα πως να ανέβουμε. Η αποβάθρα ήταν χαμηλή και η πόρτα του πλοίου 3-5 μέτρα τουλάχιστον πιο ψηλά. Ένα πράγμα αλλόκοτο. Το ίδιο έπαθαν και άλλοι και άλλοι. Μαζευτήκαμε από κάτω ελπίζοντας να έρθει κανείς να βάλει κανά δυο ξύλα πάλι να ανεβούμε. Αλλά όχι δεν υπήρχε κανείς. Και για αρκετή ώρα αναρωτιώμουν μήπως έπρεπε να ψάχνανε εμείς για τα ξύλα. Δηλαδή να τα κόψουμε κλπ. Εν τέλει ήρθαν 4-5 τύποι από κάτι άλλα πλοία, σκαρφάλωσαν σαν αίλουροι, δεν ξέρω πως, και κατόπιν ένας από κάτω με σήκωσε -όχι μόνο μένα αλλά και όλους τους υπόλοιπους- την ίδια ώρα που ένας άλλος με σκοινί μας τράβαγε σαν τσουβάλια επάνω. Έβλεπα τα πρόσωπά τους, έβλεπα κάτω το σκούρο νερό, όλη η κούραση είχε έρθει μονομιάς πάνω μου. Ηταν οι ποδαρόδρομοι, οι ξεναγήσεις κλπ. Εκείνη την στιγμή έμοιαζαν όλα χάλια. Τελικά μας ανέβασαν, έτσι ακριβώς σαν τσουβάλια. Το θυμάμαι ακόμη, και σίγουρα και όλοι οι άλλοι, και θα έχουν να το λένε σαν εμπειρία.
Κοιμηθήκαμε ελάχιστες ώρες. Το πρωί μας βρήκε, ξαπλωμένους και αποκαμωμένους. Είχαμε χαλαρώσει στο μπαρ της πισίνας όταν αντιληφθήκαμε ότι είχαμε πλησιάσει εκεί που αλλάζει η στάθμη του ποταμού, στο φράγμα της Εσνα. Επρεπε να πλεόυμε ένα-ένα πλοίο από το στενό πέρασμα του φράγματος. Υπήρχε συνωστισμός και φυσικά αρκετές βάρκες με ντόπιους που πλεύριζαν τα πλοία.
Εκεί είδαμε και το πιο παράξενο παζάρι και αγοραπωλησία επί βάρκας. Ο πωλητής στη βάρκα και ο αγοραστής στο 3 όροφο. Ο ντόπιος κρατώντας σε σακούλες, νάιλον κελεμπίες, πετσέτες, διάφορα μπιχλιμπίδια, φανελάκια κλπ. τα πέταγε με δύναμη σε μας. Με απόλυτη ακρίβεια στα χέρια μας η πάνω στο ξύλινο κατάστρωμα. Το φόραγες, η το έβλεπες επί τόπου αν ήθελες και αν σου έκανε άρχιζε το παζάρι, από κει πάνω και προς τη βάρκα. Όταν επιτέλους συμφωνούσες έβαζες τα χρήματα πάλι στη σακούλα και την πέταγες στη βάρκα. Η σακούλα πολλές φορές λόγω απειρίας κατέληγε στο νερό, μα την μάζευαν γρήγορα-γρήγορα σε 2 λεπτά, με ξύλα και απόχες . Ήταν κάτι πολύ πρωτότυπο. Το υλικό βέβαια κατώτερης ποιότητας και καμιά σύγκριση με τα εμπορεύματα από τα μαγαζιά. Αλλά γινότανε φοβερή πλάκα, μιας και είχαν πολύ χαμηλή σχεδόν αστεία τιμή. Πολλοί πήραν κελεμπίες για την βραδιά που θα γινότανε το πάρτι. Ξέρετε είχε αναγγελθεί με αραβικό στυλ κλπ.
Το μαγαζάκι του πλοίου είχε μεγάλη ποικιλία και αρκετά καλή ποιότητα, μα ποιος το λογάριαζε για μια βραδιά θα ήταν άλλωστε. Κάτι καλλίτερο θα μπορούσες να βρεις έξω στα παζάρια, μα που χρόνος για τέτοια.
Φτάσαμε στο ΕΝΤΦΟΥ. Πήγαμε στο ναό του θεού Ωρος [ναός του γερακιού, ο Θεός γεράκι ήταν προστάτης των Φαραώ]. Ο ναός ήταν καλά διατηρημένος. Και αυτό το βλέπεις παντού στους αρχαιολογικούς χώρους στη Αίγυπτο.
Είχαν μια εμμονή για τη μεταθανάτια ζωή. Θάνατος, μούμιες, θεοί, ζώα, κροκόδειλοι, γεράκια άγρια πουλιά κλπ. Φόβος άραγε? Διάθεση μονίμως με θλίψη?
Εμένα οι σύγχρονοι μου φάνηκαν άνθρωποι πολύ χαρούμενοι. Σίγουρα γελάνε συχνά και ζουν κάπως έντονα. Δεν ξέρω όμως γιατί όλο αυτό το πάθος με το θάνατο και το τι γινότανε μετά.
Κάναμε βόλτες για καφέ και λίγα ψώνια από τα στημένα μαγαζάκια. Απλά πήραμε τα απαραίτητα. Η νύχτα ήταν υπέροχη, σαν παραμυθένια. Γινότανε ένα τρελό πάρτι στο σαλόνι, με χορούς κοιλιάς, και τύπου Δερβίσηδες που γυρίζουν συνεχώς.
Μέσα στην ορχήστρα υπήρχε και ένας Έλληνας. Έπαιζε καταπληκτικό τουμπερλέκι και ήταν καταπληκτικό παιδί. Είχε δε και άπειρα CD ελληνικής μουσικής. Βλέποντας ότι ήμασταν πολλοί Έλληνες άρχισε να τα βάζει και άρχισε και το σχετικό νταβαντούρι. Ζειμπέκικα, χασάπικα, τσιφτετέλια υπό τους ήχους και τις φωνές Αννούλας, Βανδή κλπ. λαϊκού ρεπερτορίου. Οι ήχοι των Ελληνικών τραγουδιών ακούγονταν αρκετά. Εγώ όμως προτίμησα να ανεβώ και να χαρώ τη βραδιά στο κατάστρωμα ακούγοντας τη γνώριμή μου μουσική. Ήταν μαγικά και όμορφα. Το πλοίο έπλεε αργά, ένα φεγγάρι όμορφο φώτιζε τα πάντα, το νερό έκανε διάφορα παιχνιδίσματα με τα λιγοστά φώτα, οι όχθες μοιάζανε σαν βγαλμένες από διηγήματα και γω προσπαθούσα να απολαύσω αυτό που δεν ήξερα αν μπορέσω ξανά να ξαναζήσω.
Αρκετοί όμως το είδανε -όπως και γω- και έρχονταν πάνω για να ξεκουραστούν ή να ηρεμήσουν λίγο ή για να απολαυσουν αυτό το μαγικό βράδυ. Ετσι άρχιζε η κουβέντα και χάλαγε η μαγεία. Παρόλα αυτά ήταν τόσο όμορφα. Δυο τρεις βραδιές το έζησα κι αυτό και το θυμάμαι τόσο έντονα. Τις βραδιές στο κατάστρωμα, εκεί μέσα στο Νείλο. Μια βραδιά έμεινα σχεδόν ως που ξημέρωσε και όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου ως που είδα την ανατολή.
Οι Ισπανοί ακολουθούσαν κατά πόδας στο χορό, οι Ιταλοί ομοίως. Οι κινέζοι έμοιαζαν απαθείς παρακολουθώντας. Ούτε ξέρω από πόσα μέρη ήταν κόσμος. Κάποιοι Αιγύπτιοι που προφανώς έκαναν τις διακοπές τους ήταν και αυτοί μέρος του όλου. Γνώρισα στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού 2 ντόπιες οικογένειες. Ο ένας συνάδελφος Δ/ντης σε Τράπεζα στο Κάιρο, ντυμένος με την μεταξωτή κελεμπία του [εξαίρετος γνώστης αγγλικών], η σύζυγος αιωνίως σιωπηλή και διακριτική, σχεδόν ανέκφραστη, με το γνωστό ντύσιμο. Ο πατέρας και ο γιος δεν έχαναν ευκαιρία να μας κολακεύουν για το άσπρο μας δέρμα, για το ντύσιμό μας, για κείνο και το άλλο, δίνοντας μας αφειδώς κάρτες με τηλέφωνα, μαιλς κλπ. Μας έβγαζαν Φώτος και μου έστειλαν 1-2 μαιλς με αυτές και πρόσκληση για να πάμε άλλη φορά στο σπίτι τους στο Κάιρο. Ξέρετε αυτά των διακοπών, που ξεχνιούνται σχεδόν αμέσως ή διαρκούν το πολύ-πολύ κάποιες μέρες που υπάρχει ακόμη ο ενθουσιασμός του ταξιδιού.
Το πλοίο κατευθυνόταν προς τη Νουβία...έπλεε αργά πάνω στα νερά του Νείλου ..κι εγώ.. άκουγα SEPTEMBER IS COMING..
[συνεχίζεται, Νουβία,Ναός Κομ Ομπο,Σόμπεκ,Χορόερις.Μετά Ασσουάν..κλπ Aμπου
Σιμπέλ,Λίμνη Νάσερ.κλπ.]
[Γ Μέρος]
Σιγά-σιγά το ποταμόπλοιο έπλεε προς τη Νουβία. Είχα διαβάσει ότι ο Νείλος δεν είναι παρά σύνολο από ρυάκια, φράγματα, ρεύματα, έλη, καταρράχτες κλπ και ότι αποτελείται από 2 μικρότερους ποταμούς, το Λευκό και το Γαλάζιο Νείλο. Και μόνο τα ονόματα μου ακούγονταν συναρπαστικά. Η κύρια πηγή του Λευκού Νείλου είναι η λίμνη Βικτώρια [Τανζανία-Ουγκάντα-Κένυα] και ο Γαλάζιος Νείλος ξεκινάει από την Αιθιοπία. Μόλις οι 2 τους σμίξουν στο Σουδάν γίνονται πια ένα και μέσω της λίμνης Νάσερ και το φράγμα του Ασσουάν χύνονται στη Μεσόγειο Θάλασσα. Το φράγμα αυτό ήταν ένα θαύμα κατασκευής και έγινε γιατί ο Νείλος υπερχείλιζε συνεχώς. Διάβασα σχετικά ότι παράγει ηλεκτρισμό και δίνει νερό σχεδόν σε όλη την Αίγυπτο. Εκεί υπήρχε και ένα παλαιό φράγμα Αγγλικής κατασκευής που δημιούργησε με την σειρά του τη λίμνη Νάσερ. Αυτή είναι μια τεράστια δεξαμενή νερού και όταν φτιάχτηκε ήταν η πιο μεγάλη τεχνητή λίμνη του κόσμου. Η στάθμη της ανέβηκε μέχρι την Αλγερία. Εκτός από την οικονομική ωφέλεια και την ανάπτυξη του τουρισμού κατάφεραν οι αρχές να ελέγξουν τις επικίνδυνες πλημμύρες που κατέστρεφαν μεγάλα κομμάτια της Αιγύπτου.
Η βλάστηση προς τα κει είναι μοναδική. Δεξιά αριστερά πάπυροι, όμως σιγά σιγά έβλεπες και αμμώδεις ακτές. Γρανιτένιοι βράχοι μικρές νησίδες, φελούκες που έπλεαν μαγικό ονειρικό σκηνικό. Γύρω-γύρω της υπήρχαν αλιευτικές εγκαταστάσεις.
Ανεβήκαμε σε μια μεγάλη φελούκα και περάσαμε στην ακτή. Μέσα είδα και ένα πιτσιρίκο του πληρώματος με γαλάζια σκούρα μάτια και σκούρο δέρμα. Ένα πλάσμα μοναδικό και λίγο εξωγήινο. Συνήθως έχουμε συνηθίσει να έχουν σκούρα μάτια. Το είδα πάλι σε μια μικρή κοπελίτσα σε κάποιο χωριουδάκι εκεί απέναντι και ήταν χίλιες φορές πιο όμορφη από τη γαζέλα της πασαρέλας Ναομι Κάμπελ, αν δηλ. είχε όλα αυτά τα φτιασίδια επάνω της. Όμως εμένα μου άρεσε έτσι απλή -αν και βρώμικη- γιατί τα μάτια της είχαν όλη τη φιλοσοφία και τη γνώση μιας 70χρονης, και το παρουσιαστικό της ήταν ένα παιδί 12 χρόνων το πολύ. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν και η ίδια ήταν μια πρόωρη μητέρα με παιδί δικό της.
Στη Νουβία oi κάτοικοι είναι συνήθως γεωργοί και τώρα τελευταία τους έκανε ο τουρισμός να ασχολούνται και σαν μικροπωλητές στα λογής-λογής τουριστικά. Μετά το φτιάξιμο της λίμνης Νάσερ πολλοί ήρθαν εδώ.
Η πόλη Κομόμπο, πόλη του χρυσού [από το χρυσάφι που μετέφεραν εδώ έμποροι κλπ] είχε το ναό του Κομόμπο, με τον θεό κορκόδειλο Σόμπεκ και τον θεό γεράκι Χορόερις. Είναι πάντα γεμάτος κόσμο που δεν προλαβαίνει να φωτογραφίζει μνημεία, να αρπάξει με τα μάτια και το μυαλό εικόνες και πρωτόγνωρες εμπειρίες. Στη λίμνη Νάσερ σταθήκαμε για να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες και να δούμε ότι μπορούσαμε από το μεγαλόπρεπο θέαμα.
Αποκαμωμένοι πια προχωράμε στην άκρη του Νείλου για Ασσουάν και είμαστε 900 χιλ. από το Κάιρο. Όμορφη πόλη με χαλαρούς ρυθμούς. Ένας φαρδύς δρόμος κατά μήκος του Νείλου και το Κορνίς η παραλία τους να την πω κάτι σαν την παραλιακή τη δική μας με ρεστωράν, μαγαζάκια, ξενοδοχεία και σουκς. Εκεί είδα και το ξενοδοχείο OLD CATARRACT και ο ξεναγός μας εξήγησε ότι ήταν το ξενοδοχείο της Αγκάθα Κρίστι που εκεί εμπνεύστηκε και έγραψε το ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΝΕΙΛΟ. Εκεί θέλησα να καθήσω να πιω ένα καφέ στην ίδια βεράντα. Όχι φυσικά για να εμπνευστώ και να...γράψω κι εγώ αλλά μιας και ήταν ηλιοβασίλεμα και έβλεπα τα ποταμόπλοια που πηγαινοερχόταν μέσα στη δύση του ήλιου, οι ήχοι οι εικόνες οι μυρωδιές όλα ήταν μαγικά και τόσο όμορφα. Πως ήθελα ναχα την ευκαιρία να πηγαίνω εκεί, ναταν όλα εύκολα και να ζω αυτό το πράγμα τόσο μακριά εκεί, να ζω αυτή τη μαγεία συχνά. Μια βόλτα στο νησάκι Φίλαε με το ναό της Ισις την άλλη μέρα. Άλλη μαγεία εκεί. Το φράγμα που ρυθμίζει τη ροή του Νείλου, οι φελούκες και οι βόλτες κατά μήκος του βοτανικού κήπου με θέα το Μαυσωλείο του Αγά Χαν, ήταν άλλη όμορφη εμπειρία, αξέχαστη.
Κατάκοπη και χορτασμένη από όλα όσα είδα προσπαθούσα στο ποταμόπλοιο να ηρεμήσω, λίγο να απομονωθώ και να γράψω στο μικρό μου μπλοκάκι κάποιες σημειώσεις με ονόματα ναών, τοποθεσίες κλπ. Η φωτογραφική μου είχε πάρει φωτιά. Δεν προλάβαινα να βγάζω ξανά και ξανά τοπία, φελούκες, ανθρώπους, κτίρια, αγορές τα πάντα . Άρχισαν να μ’ αρέσουν οι μουσικές, αγόρασα CDs για το σπίτι, πήρα πράγματα ίσως άχρηστα μα θα με κράταγαν, θα μούδιναν ξανά τις εικόνες ,θα τις έφερναν στο μυαλό να μην τις ξεχάσω. Μαντήλες που τις αγαπώ -και ίσως μου χρησίμευαν και σαν παρεώ το καλοκαίρι- καφτάνια, πολύχρωμα πετρώματα, κάποια περίεργα κολιέ, ακόμη και ένα βαρύ άρωμα που φυσικά δεν έβαλα ποτέ, αλλά για ανάμνηση τόθελα. Σκαλιστά και χειροποίητα μικροαντικείμενα -δεν θαχα που να τα βάλω αλλά έστω και σένα κουτί θα τα έβγαζα- θα τα κοιτούσα για να θυμόμουνα όταν θα ξεθώριαζαν οι εικόνες.
Σε κάποιο χωριό σχετικά ερημικό και έξω από ένα σπίτι έτοιμο να σωριαστεί καθόταν μια γυναίκα, σε ένα τραπεζάκι. Είχε σύνεργα για τατουάζ, όχι με βελόνες αλλά σχέδια πρόχειρα σε χαρτόνια σαν δείγματα τατοο με Χένα προφανώς. Μήπως μπορούσα και να συνεννοηθώ? Με χειρονομίες, ζήτησα και μουφτιαξε ένα αιγυπτιακό μικρό σχέδιο στο κάτω-μέσα μέρος του μπράτσου μου. Ήταν σε καφέ –πορτοκαλοκόκκινο. Το ζωγράφισε με περίσσια υπομονή και μου είπε με νοήματα αλλά και με ένα σπαστό αγγλικό -τόχε μάθει από τουρίστες μάλλον- θα κρατήσει one month. Μα νομίζω το έλεγε για να πεισθεί εκείνη. Στα 2-3 πρώτα ντουζ εξαφανίστηκε. Όμως μου άρεσε τόσο, κι ας κράτησε τόσο λίγο. Είδα και αλλού να κάνουν τατοο. Δεν είχα κάνει ποτέ, φοβάμαι τις βελόνες και τη μόλυνση. Φυσικά και κει ήταν ότι χειρότερο από καθαριότητα. Αλλιώς ήθελα να έχω πάνω μου κάτι που να μην φεύγει από κείνους τους ανθρώπους, δεν ξέρω πως και γιατί αλλά τόθελα.
Αυτό το συγκεκριμένο συναίσθημα, δεν τόχω νοιώσει άλλοτε σε άλλες χώρες, το ένοιωσα τότε στη Νουβία και στο Ασσουάν.
Η επόμενη και τελευταία επίσκεψη ήταν στους ναούς του Αμπου Σιμπέλ. Αν θυμάμαι καλά είναι περίπου 300χλμ απο το Ασσουάν. Ο Ραμσής Β έφτιαξε εκεί δυο τεράστιους λαξευτούς ναούς. Ο ένας αφιερωμένος στο Θεό Μμων-Ρα, Φθα και Ρα του Ορίζοντα και ο Μικρός Ναός στη θεά Θωρ και στη Νεφερτάρη [ αχ τι κάνουν οι σημειώσεις στα ονόματα...κάτι θυμάσαι γιατί αλλιώς...]
Όταν φτιαχνόταν το Φράγμα μετέφεραν τα μνημεία -από το φόβο της καταστροφής- πιο δυτικά και ψηλότερα. Το έργο έγινε υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ. Από τα μεγέθη που είδα φαντάζομαι ότι ήταν μια τεράστια επιχείρηση μεταφοράς. Κάποιοι φύλαξαν και για μας αυτά τα κομμάτια Αιγυπτιακού πολιτισμού, να τα βλέπουμε και ν α τα χαιρόμαστε.
Το ποταμόπλοιο έμεινε εκεί. Και φυσικά στις φωτος στη μηχανή μου. Και κομμάτι της ψυχής μου έμεινε εκεί, στο Νείλο. Στο υδάτινο μονοπάτι της ιστορίας, που μέρος του κατάφερα να δώ. Ήθελα ναχα δύναμη, χρήματα, χρόνο, ευκαιρία να το δω όλο ως που να τελειώσει. Να περάσω μέσα από κράτη, να δω κι άλλα ήθη έθιμα, πρόσωπα, κι άλλη ιστορία. Κάθε μέρος τη δική του και τόσες πολλές μαζί. Ξέρω ότι ίσως δεν καταφέρω να ξαναπάω εκεί η να συνεχίσω από κει για πιο πέρα και πιο πέρα. Το θέλω και το ονειρεύομαι συνέχεια και θα συντηρώ το όνειρό μου με κάθε τρόπο. Αν τα καταφέρω θάναι υπέροχα. Αν όχι θάχω αυτό το μικρό κομμάτι να θυμάμαι .Και όσο να υπάρχει μυαλό και σκέψη και θύμηση, θα το θυμάμαι. Ξεθωριασμένο ίσως μα ζωντανό.
Αίγυπτος . Μια χώρα ονείρου, ιστορίας, πολιτισμού, και όλων των αισθήσεων να λειτουργούν στον υπέρτατο βαθμό. Σ’αγάπησα αλήθεια .Και εξακολουθώ να σ’αγαπώ. Αν με καλέσεις και επιμένεις σημαίνει οτι μ αγάπησες και συ με τον τρόπο σου και ίσως τα καταφέρω να ξανάρθω. Θα προσπαθήσω τουλάχιστον. Τα νότια κομμάτια σου αυτά με το Σινά, η τις μαγικές θάλασσες με τους παράξενους μπλέ...βυθούς, θέλω τόσο μα τόσο να τα δω να τα γνωρίσω. Να τα ζήσω. Μου χρωστάς ένα τατουάζ. Που να μείνει επάνω στο χέρι μου για όσο το θέλω. Γιαυτό δεν σου λέω αντίο μόνο ένα γεια και καλή..αντάμωση.
