Έχουν περάσει σχεδόν 3 χρόνια από το ταξίδι μου στην έρημο, νοτίως του Ελ-Αλαμέιν αλλά η εμπειρία εκείνης της ημέρας θα μου μείνει αξέχαστη. Είναι το ίδιο συναρπαστική με ένα άλλο ταξίδι στην Βορειοδυτική Συρία και που θα σας περιγράψω συν τω χρόνο.
Πάμε λοιπόν...
Ξεκινήσαμε το πρωί από το Κάιρο και μέσο του ερημικού δρόμου φθάσαμε στο δυτικό σημείο του Borg-el-Arab και στην συνέχεια στο Ελ-Αλαμέιν. Ήμασταν 5 άτομα σε 2 αυτοκίνητα και αναζητούσαμε ένα παλιό ορυχείο 40-50 km νοτιότερα του El-Alamein, βαθειά μέσα στην έρημο.
Ο Δρόμος συνέχεια στένευε αλλά ήταν υποφερτός. Κάποια στιγμή πλησιάσαμε έναν μικρό οικισμό με παράξενα σπίτια, κάτι ανάμεσα σε πήλινες καλύβες και πρόχειρα πετρόχτιστα παραπήγματα. Μέσα στον μέση του δρόμου υπήρχαν άνθρωποι, ωσάν να ήθελαν να μας φράξουν το δρόμο. Καταλάβαμε ότι φθάσαμε σε περιοχή που ολοκληρωτικά ελεγχόταν από τους Βεδουίνους της ερήμου και εδώ χρειαζόταν αυξημένα αντανακλαστικά. Σταματήσαμε και περιμέναμε λίγο με ανοικτή την μηχανή, αλλά καμιά μεταβολή. Οι άνθρωποι απέναντί μας είχαν όλο τον χρόνο μαζί τους. Οι περισσότεροι ήταν με κελεμπίες και λίγοι, οι νεώτεροι, με κλασσική αμφίεση.
Σε όλη την διαδρομή μέχρι εκεί βλέπαμε ειδικά σημεία ελέγχου για φορτηγά, στα οποία οι οδηγοί σταματούσαν υποχρεωτικά και αφού περνούσαν την πόρτα των μικρών οικίσκων (όπως της φωτογραφίας) κατέθεταν τον οβολό τους.
Μετά από αρκετή ώρα εμφανίστηκε πίσω από τα δεξιά σπίτια του οικισμού, ένας βεδουίνος, ψηλός, γεροδεμένος, μεσήλικας, με λευκή κελεμπία, χρυσό ρολόι και δύο κινητά στα χέρια του. Από το πρώτο βλέμα καταλάβαμε ότι ήταν ο αρχηγός του χωριού.
Τις επόμενες 2 ώρες θα μέναμε στο ίδιο σημείο διαπραγματευόμενοι την συνέχεια του ταξιδιού μας. Η πλευρά των βεδουίνων πρόβαλε το επιχείρημα ότι είχαν ορισθεί από την κυβέρνηση τοποτηρητές και για λόγους ασφαλείας δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε βαθειά στην έρημο χωρίς την ενεργητική παρουσία τους.
Όμως πολύ λίγη σημασία δώσαμε στα περί κυβερνητικών οδηγιών και βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη μας άνοιξε η δίοδος στην άγνωστη έρημο. Όμως όχι για όλους και όχι με τα αυτοκίνητά μας.
Έτσι εγώ και ο φίλος ο Μάνος ανεβήκαμε στο φορτηγάκι (αγροτικό 4χ4) και μαζί με έναν οδηγό συνεχίσαμε μέχρι το ορυχείο που ήταν και ο αρχικός μας στόχος.
Πίσω έμεινε ο δικηγόρος που μας συνόδευε από το Κάιρο και δύο Αλεξανδρινοί μεσίτες που ανέλαβαν και όλη την διαπραγμάτευση.
Ακολουθήσαμε τον δρόμο προς τον νότο, στην αρχή υπήρχαν 2-3 μικρές πετρελαιοπηγές στα δεξιά μας, αλλά μετά μπήκαμε σε ένα ερημικό μονοπάτι που μόνον άγριες καμήλες συναντούσες.
Σε διάστημα 2 ωρών είχαμε κάνει την διαδρομή από τον οικισμό των Βεδουϊνων στο ορυχείο και είχαμε γυρίσει ξανά εκεί. Κανένα συμβάν, τίποτε απρόοπτο. Όμως πολύ ζέστη και την τελευταία γλουκιά νερού την είχαμε πιεί 3-4 ώρες πιο πριν όταν καθόμασταν αναπαυτικά στα αυτοκίνητά μας.
Στην πιο κάτω (αποκεφαλισμένη) φωτογραφία στέκομαι δίπλα στον οδηγό του αυτοκινήτου, που είναι μια κλασσική εμφάνιση ενός σύγχρονου βεδουίνου. Κρύβω το κεφάλι μου για ευνόητους λόγους και όχι για να μην προσέξετε την ομοιότητα μας!!!
Γυρίσαμε στο χωριό με μια φωτογραφική μηχανή ασφυκτικά γεμάτη με φωτογραφίες, που ήξερα ότι τις περίμεναν την άλλη μέρα πώς και πως στην εταιρία, αλλά και με την ευχαρίστηση ότι δεν αφήσαμε την τελευταία μας πνοή στο άγνωστο.
Μόλις φθάσαμε ο αρχηγός των Βεδουίνων μας κάλεσε σε γεύμα-δείπνο. Και τότε κοιταχτήκαμε ανάμεσά μας. Ξέραμε ότι ήταν προσβολή να φύγουμε, αλλά στο σημείο που βρισκόμασταν ήταν συνάμα και επικίνδυνη επιλογή. Κοίταξα τον Μάνο στα μάτια και του είπα δεν πέθανα μετά από τόσα ταξίδια στην Αίγυπτο και τις 2 σοβαρές δηλητηριάσεις που έπαθα στο παρελθόν, αλλά τώρα δεν την γλυτώνω!!
Έτσι καταλήξαμε στο επίσημο δωμάτιο-σαλόνι του οικισμού. Ήταν ένα δωμάτιο με μία πόρτα και δύο παράθυρα και κανένα έπιπλο. Από την μέση κει πέρα και κοντά στον τοίχο, είχε ένα πλαστικό χαλί/μοκέτα και πάνω σε αυτό ένα μεγάλο κοκκινόμαυρο αραβικό χαλί.
Καθίσαμε κυκλικά πάνω στο χαλί, μαζί με τους γηραιότερους του οικισμού. Συνολικά πρέπει να ήμασταν 20 άτομα. Άλλοι τόσοι όμως ήταν όρθιοι στην άκρη του δωματίου που μας περιεργάζονταν με τα μάτια τους και έτοιμοι να κάνουν θελήματα, ανάλογα με τα νεύματα ή τις εντολές του αρχηγού.
Ξεκίνησαν λοιπόν να φθάνουν τα πρώτα πήλινα πιάτα στο κέντρο του χαλιού και οι καθιερωμένες αραβικές πίτες. Είχα πάρει θέση κάτω από το παράθυρο με πλάτη στον τοίχο και δεν άγγιξα τίποτα, γιατί -εκτός των άλλων που σκεφτόμουν- ο χώρος ήταν γεμάτος με πολλές και μεγάλες μύγες. Τις οποίες έδιωχνα με εντατικές κινήσεις του χεριού για να μην μου μπουν στα μάτια στην μύτη και στο στόμα. Οι Βεδουίνοι έδειχναν να μην τους ενοχλούν οι μύγες, λες και ήταν μέρος της ιεροτελεστίας του φαγητού ή λες και ήταν οι άτυποι καλεσμένοι τους. Φυσικά μετά από τις σχετικές προφάσεις –δεν πεινάμε κλπ.- δεν έφαγε ούτε ο Μάνος, ούτε ο αμερικανόφερτος δικηγόρος μας. Αυτοί που έσωσαν την κατάσταση ήταν οι δύο Αλεξανδρινοί μεσίτες που μας συνόδευαν και που συμμετείχαν στο γεύμα.
Δεν μετάνιωσα την μη συμμετοχή στο φαγητό, εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που καθόμουν πεινασμένος σε τραπέζι στην Αίγυπτο και δεν έτρωγα.
Το μεγάλο μαρτύριο που υπέστην όμως εκεί, ήταν το φοβερό αίσθημα της δίψας. Σίγουρα πια είχαν περάσει 4 ώρες που η τελευταία σταγόνα νερού κύλισε στο λαρύγγι μου και ήμουν σταθερά όλη την ενδιάμεση ώρα σε εξωτερικό χώρο με θερμοκρασίες άνω των 45 βαθμών. Δίπλα μου και για όλη την διάρκεια του φαγητού, είχα μια μεγάλη γαλβανιζέ κανάτα με νερό που έμοιαζε φρέσκο και καθαρό. Όμως έλεγα όχι στον εαυτό μου, δεν πρέπει να σε εγκαταλείψουν οι δυνάμεις σου εδώ, πρέπει να αντισταθείς, έχεις περάσει πολλά, έχεις υποφέρει αρκετά, δεν αξίζεις μια ακόμη δηλητηρίαση από νερό. Αυτό το μαρτύριο μόνον όσοι έχουν διψάσει πραγματικά μπορούν να το καταλάβουν.
Όμως συνέβη κάτι αναπάντεχο. Ο πρώτος βεδουίνος που τελείωσε το φαγητό του, σηκώθηκε ήρθε δίπλα μου, έβαλα τα δυο του χέρια μέσα στην κανάτα, τα έπλυνε και μετά την σήκωσε ψηλά και ήπιε νερό. Στην συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι. Όλοι έπιναν από λίγο νερό, αφού πρώτα πλένονταν σε αυτό. Κάτι σαν ιεροτελεστία. Δεν χρειάζεται να συνεχίσω νομίζω την εξιστόρηση. Εκεί έχασα πλέον κάθε διάθεση για το πολύτιμο υλικό που βρισκόταν δίπλα μου. Συνειδητά πλέον φώναζα μέσα μου : Δεν θέλω πια νερό!
Όλα τέλειωσαν εκεί. Υποσχεθήκαμε στην ομήγυρη ότι την επόμενη φορά θα τους επισκεφτούμε νηστικοί για να μπορέσουμε να ’’απολαύσουμε’’ την φιλοξενία τους. Καθίσαμε γρήγορα στα αυτοκίνητά μας και σε 40 λεπτά είχαμε βρει το πρώτο μαγαζάκι κοντά στο El-Alamein. Σταματήσαμε και τρέξαμε για νερό, το οποίο, είναι σίγουρα το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο.
Αναρτήθηκε από aristotelis στις 1:40 π.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου